- ἐννέπει
- ἐνέπωtellpres ind mp 2nd sgἐνέπωtellpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενέπω — ἐνέπω και ἐννέπω (Α) 1. διηγούμαι, αφηγούμαι («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον», Ομ. Οδ.) 2. μιλώ, συζητώ 3. υποδηλώνω («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε», Αισχίν.) 4. μιλώ παραινετικά 5. καλώ, ονομάζω 6. αποτείνω τον λόγο … Dictionary of Greek